συνεπιτίθεμαι

συνεπιτίθεμαι
ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α [ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεπιτίθεμαι — συνεπιτίθημι help in putting on pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισβάλλω — ΝΑ [εἰσβάλλω] κάνω εισβολή, εισβάλλω σε χώρα μαζί με άλλον («συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων», Ξεν.) αρχ. 1. συνεπιτίθεμαι 2. εισέρχομαι μαζί με κάποιον 3. ιατρ. (για σύμπτωμα) εμφανίζομαι συγχρόνως με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • συνεπίθεσις — έσεως, ἡ, Α [συνεπιτίθεμαι] η από κοινού με άλλον επίθεση για εξαπάτηση κάποιου …   Dictionary of Greek

  • συνεπιθέτης — ὁ, Α [συνεπιτίθεμαι] 1. αυτός που συνεργεί σε επίθεση εναντίον κάποιου 2. (σε επιστολή χάριν αστεϊσμού) ύπουλος άνθρωπος («προσαγορεύω τὰ τέκνα σου... καὶ Ἀσάειν τὸν συνεπιθέτην», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτίθημι — Α βλ. συνεπιτίθεμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”